θολοσκέπαστος

θολοσκέπαστος
η , ο [ος , ον ] имеющий куполообразную крышу, перекрытый сводом, куполом

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "θολοσκέπαστος" в других словарях:

  • θολοσκέπαστος — η, ο αυτός που έχει θολωτή σκεπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θόλος + σκεπαστος < σκεπάζω (πρβλ. ανθο σκέπαστος, ολο σκέπαστος). Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Σκαρλάτο Βυζάντιο] …   Dictionary of Greek

  • θολοσκέπαστος — η, ο αυτός που έχει θολωτή στέγη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θόλος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 918 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φυλλίδος του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. ΝΑ των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζίχνης. * * * ο (ΑΜ θόλος, ὁ και ἡ, Μ και ουδ. θόλον, τό)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»